- πυροπιπης
- πυροπίπηςπῡρ-οπίπης2(ῑ) ирон. с вожделением поглядывающий на пшеницу, т.е. мечтающий о даровом питании в пританее
(Arph. - v. l. πυρροπίπης)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Arph. - v. l. πυρροπίπης)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πυροπίπης — ὁ, Α (κωμική λ.) αυτός που κοιτάζει με επιθυμία το σιτάρι («γέροντα πυροπίπην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + οπίπης (< ὀπιπεύω* «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek
πυροπίπην — πυροπίπης corn ogler masc acc sg (attic epic ionic) πυροπί̱πην , πυρροπίπης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροπίπας — πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc acc pl πυροπίπᾱς , πυροπίπης corn ogler masc nom sg (epic doric aeolic) πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc acc pl πυροπί̱πᾱς , πυρροπίπης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρροπίπης — ὁ, Α (σε λογοπαίγνιο τού Αριστοφ. αντί τού πυροπίπης) παιδεραστής που προτιμάει τα ξανθόμαλλα αγόρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «κοκκινομάλλης» + οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ με το βλέμμα, κοιτάζω επίμονα»), πρβλ. γυναικ οπίπης] … Dictionary of Greek